ολόχαλκος

ολόχαλκος
-η, -ο (Α ὁλόχαλκος, -ον)
ολοχάλκίνος, που απολείται εξ ολοκλήρου από χαλκό («ὁλόχαλκος ἀνδριάς»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο)-* + χαλκός (πρβλ. εύ-χαλκος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ὁλόχαλκον — ὁλόχαλκος all of brass masc/fem acc sg ὁλόχαλκος all of brass neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ολ(ο)- — (ΑΜ ὁλ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. όλος και προσδίδει στο β συνθετικό τη σημ. τού ολόκληρου, τού ακέραιου (πρβλ. ολο μελής, ολό σωμος, ολό ψυχος). Το σύστημα τών συνθ. με α συνθετικό ολ(ο) …   Dictionary of Greek

  • ολοχάλκινος — η, ο ολόχαλκος, που αποτελείται ολόκληρος από χαλκό …   Dictionary of Greek

  • πάγχαλκος — πάγχαλκος, ον (Α) 1. αυτός που είναι κατασκευασμένος εξ ολοκλήρου από χαλκό, ολόχαλκος 2. φρ. «πάγχαλκα τέλη» χαρακτηρισμός όπλων που επρόκειτο να αφιερωθούν στον Δία. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + χαλκός] …   Dictionary of Greek

  • παγχάλκεος — παγχάλκεος, ον (Α) [πάγχαλκος] ολόκληρος από χαλκό, ολόχαλκος …   Dictionary of Greek

  • πολύχαλκος — ον, Α 1. (για τόπο) αυτός που έχει πολύ χαλκό ή ορείχαλκο, ο πλούσιος σε χαλκό 2. αυτός που είναι κατασκευασμένος εξ ολοκλήρου από χαλκό, ολόχαλκος («ἄξονες πολύχαλκοι», Παρμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + χαλκός (πρβλ. αριστό χαλκος)] …   Dictionary of Greek

  • χαλκός — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Cu· ανήκει στην πρώτη ομάδα, δεύτερη υποομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, έχει ατομικό αριθμό 29, ατομικό βάρος 63,54, δύο σταθερά ισότοπα (Cu63 και Cu65) και 9 ραδιενεργά, από αριθμό μάζας 58 έως 68.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”